- ζῳοτόκοι
- ζῳοτόκοςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωοτόκοι οργανισμοί — Οργανισμοί στους οποίους η εμβρυϊκή ανάπτυξη ολοκληρώνεται μέσα στη μήτρα της μητέρας, οπότε γεννιώνται ζωντανά άτομα (π.χ. άνθρωπος), σε αντιδιαστολή με τους ωοτόκους οργανισμούς (π.χ. πτηνά), όπου τα θηλυκά άτομα γεννούν αβγά, τα οποία… … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek
αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… … Dictionary of Greek
κοιλακανθίδες — Οικογένεια τελεοστέων ψαριών της υφομοταξίας των κροσσοπτερυγίων, για την οποία οι επιστήμονες πίστευαν ότι είχε εξαφανιστεί πριν από τουλάχιστον 60 εκατομμύρια χρόνια, ενώ ήταν γνωστά μόνο μερικά απολιθωμένα λείψανά τους. Οι κ., στους οποίους… … Dictionary of Greek